Русско-новогреческий словарь - расчет
Перевод с русского языка расчет на греческий
м . ὁ ὑπολογισμός, ὁ λογαριασμός:
приблизительный ~ ὁ ὑπολογισμός κατά προσέγγισιν предварительный ~ ὁ προϋπολογισμός·
2. (уплата) ἡ πληρωμή, ὁ κανονισμός λογαριασμοῦ, ἡ ἔξόφληση {-ις}:
производить ~ κάνω ἐξόφληση· за наличный ~ τοίς μετρητοίς· по безналичному ~у ἡ πληρωμή μέσω τραπέζης· мы в ~е είμαστε πάτσν
3. (увольнение) ἡ ἀπόλυση {-ις}, ἡ παύση:
давать кому-л. ~ ἀπολύω κάποιον ἀπ' τήν ὑπηρεσία· получить ~ ἀπολύομαι ἀπό τήν δουλειά·
4. (намерение, предположение) ἡ πρόθεση, ὁ σκοπός:
по моим ~ам κατά τους ὑπολογισμούς μου· это не входит в мой ~ы δέν ἔχω τέτοια πρόθεση· обмануться в ~ах πέφτω ἔξω στους ὑπολογισμούς μου·
5. (выгода) τό ὀφελος, τό συμφέροΜ:
мне нет никакого ~а ехать δέν ἔχω κανένα συμφέρο νά πάω· из ~а ἀπό ὑπολογισμό·
6. воен. τό στοι-χείο{ν}, τό προσωπικό τοῦ πυροβόλου· ◊ принимать в ~ παίρνω ὑπ· δψη· в ~е на... ὑπολογίζοντας, ἔχοντας ὑπ· ὅψη.